συ(μ)φέρο(ν)

συ(μ)φέρο(ν)
το интерес, заинтересованность;
выгода, польза; корысть (неодобр.);

ατομικά (γενικά) συ(μ)φέροντα — личные (общие) интересы;

γιά το συ(μ)φέρο(ν) σου — для твоей же пользы;

είναι προς το συ(μ)φέρο(ν) σας — это в ваших интересах;

φροντίζω μόνο γιά τα συμφέροντα μου заботиться только о своих интересах, о своей выгоде;

έχω συ(μ)φέρο(ν) — быть заинтересованным (в чём-л.); — иметь пользу, выгоду (от чего-л.);

δεν έχω συ(μ)φέρο(ν) — мне это невыгодно;

τί συ(μ)φέρο(ν) έχω; — какой мне интерес? συ(μ)φέρο(ν) σου είναι να... — в твоих интересах...;

§ τα καλά και συ(μ)φέροντά ирон. — ему бы только сливки снимать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συ(μ)φέρο(ν)" в других словарях:

  • Имперфект — (несовершенное время) одно из так наз. вторичных времен, принадлежащих к системе настоящего времени по образованию временной основы. И. свойственен многим индоевропейским языкам и несомненно существовал уже в индоевропейском праязыке. От… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Соединительный гласный — (грамм). Этим термином обыкновенно называют последний гласный основы так называемых тематических глаголов. Другое его название тематический гласный. Предполагается, что это был какой то словообразовательный элемент, присоединявшийся к корню, и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κοπέρνικος — I (Nicolaus Copernicus, Τορν, Μπίντγκοστς 1473 – Φρόμποργκ ή Φράουενμπουργκ 1543). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πολωνού μαθηματικού, αστρονόμου και κοσμολόγου Νικολάι Κόπερνικ (Kopernik). Ο πατέρας του, εύπορος αστός της Κρακοβίας, είχε… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • ιακωβίνοι — Ονομασία που δόθηκε στους μοναχούς του Άγιου Δομίνικου, επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος είχε αναθέσει σε αυτούς να φιλοξενούν στο Παρίσι τους προσκυνητές του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα (1218). Αρχικά, επτά από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι σε… …   Dictionary of Greek

  • Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …   Dictionary of Greek

  • Καρντάνο, Τζερόλαμο — (Gerolamo Cardano, Παβία 1501 – Ρώμη 1576). Ιταλός μαθηματικός, γιατρός και φιλόσοφος. Σπούδασε στην Παβία, στο Μιλάνο και στην Πάντοβα. Η φήμη του διαδόθηκε όταν ανέλαβε (1534) να διδάξει μαθηματικά και αστρονομία στις αυλικές σχολές και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Ριβιέρ, Aνρί — (Riviθre, 1827 – 1883). Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού και συγγραφέας. Σπούδασε στη Ναυτική σχολή. Μετά την αποφοίτησή του (1881), διορίστηκε διοικητής ναυτικής δύναμης, στην οποία ανατέθηκε η καταδίωξη των πειρατών στην Κοχιγκίνα (Ινδοκίνα). Ο… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»