Имперфект — (несовершенное время) одно из так наз. вторичных времен, принадлежащих к системе настоящего времени по образованию временной основы. И. свойственен многим индоевропейским языкам и несомненно существовал уже в индоевропейском праязыке. От… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Соединительный гласный — (грамм). Этим термином обыкновенно называют последний гласный основы так называемых тематических глаголов. Другое его название тематический гласный. Предполагается, что это был какой то словообразовательный элемент, присоединявшийся к корню, и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κοπέρνικος — I (Nicolaus Copernicus, Τορν, Μπίντγκοστς 1473 – Φρόμποργκ ή Φράουενμπουργκ 1543). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πολωνού μαθηματικού, αστρονόμου και κοσμολόγου Νικολάι Κόπερνικ (Kopernik). Ο πατέρας του, εύπορος αστός της Κρακοβίας, είχε… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
ιακωβίνοι — Ονομασία που δόθηκε στους μοναχούς του Άγιου Δομίνικου, επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος είχε αναθέσει σε αυτούς να φιλοξενούν στο Παρίσι τους προσκυνητές του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα (1218). Αρχικά, επτά από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι σε… … Dictionary of Greek
Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… … Dictionary of Greek
Καρντάνο, Τζερόλαμο — (Gerolamo Cardano, Παβία 1501 – Ρώμη 1576). Ιταλός μαθηματικός, γιατρός και φιλόσοφος. Σπούδασε στην Παβία, στο Μιλάνο και στην Πάντοβα. Η φήμη του διαδόθηκε όταν ανέλαβε (1534) να διδάξει μαθηματικά και αστρονομία στις αυλικές σχολές και κυρίως… … Dictionary of Greek
Ριβιέρ, Aνρί — (Riviθre, 1827 – 1883). Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού και συγγραφέας. Σπούδασε στη Ναυτική σχολή. Μετά την αποφοίτησή του (1881), διορίστηκε διοικητής ναυτικής δύναμης, στην οποία ανατέθηκε η καταδίωξη των πειρατών στην Κοχιγκίνα (Ινδοκίνα). Ο… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek